- κατασκήπτω
- κατασκήπτω (Α)1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω3. πέφτω επάνω4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες5. (για φήμη) διαδίδομαι6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» — χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνόβ) «κατασκἡπτω εἰς τέλος» — καταλήγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σκήπτω (< σκήπτω «επιπίπτω»), πρβλ. επι-σκήπτω, παρα-σκήπτω].
Dictionary of Greek. 2013.